ὑποδηλῶ

ὑποδηλῶ
ὑποδηλόω
show privately
pres subj act 1st sg
ὑποδηλόω
show privately
pres ind act 1st sg
ὑποδηλόω
show privately
pres subj act 1st sg
ὑποδηλόω
show privately
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδηλώ — όω, Α βλ. υποδηλώνω …   Dictionary of Greek

  • υποδηλώνω — ὑποδηλῶ, όω, ΝΜΑ [δηλῶ / ώνω] δηλώνω κάτι με έμμεσο τρόπο, φανερώνω έμμεσα, υποσημαίνω αρχ. 1. παρουσιάζω κάτι σε στενό κύκλο, δείχνω εμπιστευτικά 2. προαναγγέλλω, προειδοποιώ …   Dictionary of Greek

  • καθυποδηλώ — καθυποδηλῶ, όω (Μ) (επιτατ. τού υποδηλώ) αποδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δηλῶ] …   Dictionary of Greek

  • υποδήλωση — η / ὑποδήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποδηλῶ / ώνω] νεοελλ. έμμεση δήλωση για κάτι, υπόδειξη, νύξη αρχ. υπαινιγμός («τὸν Πάριον Εὐηνόν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος εὗρε καὶ παρεπαίνους», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”