υποδηλώ — όω, Α βλ. υποδηλώνω … Dictionary of Greek
υποδηλώνω — ὑποδηλῶ, όω, ΝΜΑ [δηλῶ / ώνω] δηλώνω κάτι με έμμεσο τρόπο, φανερώνω έμμεσα, υποσημαίνω αρχ. 1. παρουσιάζω κάτι σε στενό κύκλο, δείχνω εμπιστευτικά 2. προαναγγέλλω, προειδοποιώ … Dictionary of Greek
καθυποδηλώ — καθυποδηλῶ, όω (Μ) (επιτατ. τού υποδηλώ) αποδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δηλῶ] … Dictionary of Greek
υποδήλωση — η / ὑποδήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποδηλῶ / ώνω] νεοελλ. έμμεση δήλωση για κάτι, υπόδειξη, νύξη αρχ. υπαινιγμός («τὸν Πάριον Εὐηνόν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος εὗρε καὶ παρεπαίνους», Πλάτ.) … Dictionary of Greek